- πτωχῶν
- πτωχόςbeggarfem gen plπτωχόςbeggarmasc/neut gen plπτωχόςbeggarmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πτωχῶν οὖλαι ἀεὶ κεναί. — См. Суму нищего не наполнишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
суму нищего не наполнишь — (иноск.) о ненасытных Ср. Bettelsack ist bodenlos. Ср. La besace du mendiant n est jamais pleine. Ср. Mendici pera non impletur. У побирающегося мешок не наполняется. Ср. Mendicorum loculi semper inanes. У побирающихся сума никогда не полна. Ср.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Суму нищего не наполнишь — Суму нищаго не наполнишь (иноск.) о ненасытныхъ. Ср. Bettelsack ist bodenlos. Ср. La besace du mendiant n’est jamais pleine. Ср. Mendici pera non impletur. Пер. У побирающагося мѣшокъ не наполняется. Ср. Mendicorum loculi semper inanes. Пер. У… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
κοίρανος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κλείτου και πατέρας του γνωστού Κορίνθιου μάντη Πολυείδη. 2. Καταγόταν από την Πάρο. Η παράδοση αναφέρει ότι αγόρασε στο Βυζάντιο όλα τα δελφίνια που είχαν πιαστεί στα δίχτυα και τα έριξε πάλι στη θάλασσα.… … Dictionary of Greek
μεταιτώ — μεταιτῶ, έω (Α) [αιτώ] 1. απαιτώ το μερίδιό μου από κάτι 2. παρακαλώ επίμονα, ικετεύω, εκλιπαρώ 3. επαιτώ, ζητιανεύω («διαφέρεις γὰρ οὐδέν σὺ τῶν πτωχῶν, οἳ τὴν ἐφήμερον τροφὴν μεταιτοῡσιν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… … Dictionary of Greek
νεφελίνης — Πυριτικό ορυκτό με χημικό τύπο KNa3 (AlSiO4)4. Κρυσταλλώνεται στην τεταρτοεδρία του εξαγωνικού συστήματος. Εμφανίζεται σε άχρωμα στιφρά συσσωματώματα, σπανιότερα σε κρυστάλλους με μορφή βραχυστηλοειδή, διαυγείς ή και θολούς, άχρωμους ή λευκούς ως … Dictionary of Greek
ποδονιψία — η, Ν εκκλ. η νίψη τών ποδών τών προσκυνητών ή επισκεπτών μοναστηριού από τους μοναχούς, δώδεκα μοναχών από τον ηγούμενο μοναστηριού κατά τη Μεγάλη Πέμπτη, δώδεκα πτωχών από τον επίσκοπο σε ορισμένες περιοχές τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek